- κοινόχρηστα
- τα1) плата за места общего пользования; 2) места общего пользования
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοινόχρηστα — Τα πράγματα που χρησιμοποιούνται από πολλούς, που είναι κοινής χρήσης· χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε μηνιαία βάση από τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας αναλογικά και χρησιμοποιείται για την πληρωμή των κοινών εξόδων. (Νομ.) Σύμφωνα με τον… … Dictionary of Greek
κοινόχρηστα — τα οι κοινές δαπάνες πολυκατοικίας (για θέρμανση, ασανσέρ κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινόχρηστος — η, ο 1. αυτός που είναι κοινής χρήσης 2. φρ. «κοινόχρηστος χώρος» ο χώρος που βρίσκεται σε κατοικημένη περιοχή και χρησιμεύει για εξυπηρέτηση τού συνόλου τών κατοίκων της, όπως είναι λ.χ. οι δημόσιες πλατείες, τα δημόσια λουτρά κ.ά. 3. (το ουδ.… … Dictionary of Greek
περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… … Dictionary of Greek
δημόσια κτήματα — Τμήμα της περιουσίας του κράτους, η οποία περιλαμβάνει, όπως και η περιουσία των ιδιωτών, χρήματα και απαιτήσεις, κινητά και ακίνητα. Ωστόσο, ενώ ένα μέρος αυτής της περιουσίας δεν παρουσιάζει καμιά διαφορά από την ιδιωτική κτήση και αποβλέπει,… … Dictionary of Greek